- εὐεξία
- εὐεξίᾱ , εὐεξίαgood habit of bodyfem nom/voc/acc dualεὐεξίᾱ , εὐεξίαgood habit of bodyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευεξία — η (ΑΜ εὐεξία) [ευεκτός] η καλή κατάσταση τού σώματος, η καλή κατάσταση τής υγείας («εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία», Πλάτ.) νεοελλ. η καλή οικονομική κατάσταση, η υλική ευημερία αρχ. η επιδεξιότητα, η ικανότητα («εὐεξία ἐν τοῑς πολεμικοῑς», Πολ.) … Dictionary of Greek
εὐεξίᾳ — εὐεξίαι , εὐεξία good habit of body fem nom/voc pl εὐεξίᾱͅ , εὐεξία good habit of body fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεξία — η 1.η καλή κατάσταση υγείας. 2. η καλή οικονομική κατάσταση, ευημερία, ευπορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐεξίας — εὐεξίᾱς , εὐεξία good habit of body fem acc pl εὐεξίᾱς , εὐεξία good habit of body fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξίαι — εὐεξία good habit of body fem nom/voc pl εὐεξίᾱͅ , εὐεξία good habit of body fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξίαν — εὐεξίᾱν , εὐεξία good habit of body fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξίαις — εὐεξία good habit of body fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξίη — εὐεξία good habit of body fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξίην — εὐεξία good habit of body fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξίης — εὐεξία good habit of body fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)